ΔΑΝΑΗ ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ

Κύριο αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι μια νέα πρόταση τουριστικής κατοίκησης που ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα του σήμερα. Το πνεύμα ανακύκλωσης που τείνει να επικρατεί στη σύγχρονη εποχή, και το οποίο συνδέεται και με την οικονομική κρίση και τη δυνατότητα επανάχρησης ή επανακατοίκησης του διαθέσιμου «κτιριακού αποθέματος» οδηγεί στην επανεκτίμηση, εκτός των άλλων, της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής, αλλά και του επαναπροσδιορισμού της σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο και τον άνθρωπο.

Μελετάται η περίπτωση του εργοστασίου της Α.Β.Ε.Α. (Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία «Ανατολή») που βρίσκεται στη περιοχή της Νέας Χώρας, στα Χανιά, και παίρνει τη χρήση της τουριστικής κατοίκησης. Οι εγκαταστάσεις του αποτελούν τοπόσημο για όλη την πόλη, ενώ η αξιοποίησή τους απασχολεί έντονα τα τελευταία χρόνια την τοπική κοινωνία.

Βασική αρχή σχεδιασμού αποτελεί το τοπογραφικό του αρχικού εργοστασίου. Με στόχο την επανάχρηση των ιχνών του παρελθόντος, του μη υφιστάμενου πλέον τοπογραφικού του εργοστασίου, οι παλιές χαράξεις του συγκροτήματος επανέρχονται στην επιφάνεια, «επανεγγράφονται», είτε εκ νέου ως κτίρια, είτε ως περιγράμματα εξωτερικών διαμορφωμένων χώρων, φυτεμένων περιοχών, και δεξαμενών κολύμβησης. Ουσιαστικά οριοθετούν τις περιοχές επέμβασης, αφήνοντας το υπόλοιπο οικόπεδο σχεδόν ανέπαφο όσο αφορά το υφιστάμενο έδαφος και την υπάρχουσα φύτευση. Τα νέα στοιχεία που προστίθενται υλοποιούνται από σκυρόδεμα, από το οποίο είναι κατασκευασμένα όλα τα κτίρια και οι εξωτερικοί χώροι και διαδρομές και το μέταλλο, ενώ προστίθενται δεξαμενές νερού και φύτευση, συγκεκριμένα τοπικών φυτών και κυρίως ελαιόδεντρων, τη πρώτη ύλη του εργοστασίου. Ογκοπλαστικά, αναφορά στη παλιά εικόνα του εργοστασίου επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση της χαρακτηριστικής δίριχτης στέγης, στους νέους όγκους.

Το παλιό λεβητοστάσιο, το μοναδικό εναπομείναν κτίριο, με τον εργοστασιακό εξοπλισμό που παραμένει μέχρι σήμερα στο εσωτερικό του, αντιμετωπίζεται ως το βασικότερο στοιχείο της σύνθεσης, συνεπώς η προτεινόμενη τουριστική κατοίκηση επιλέγεται να πραγματοποιηθεί, σε ένα μεγάλο μέρος, μέσα σε αυτό. Πρόκειται για συλλογικού τύπου κατοίκηση, ως αναφορά στη μαζική ενασχόληση των εργατών, η οποία από κοινού με τον μηχανολογικό εξοπλισμό, απαρτίζουν την έννοια της βιομηχανίας. Το κτίριο λειτουργεί και πάλι μηχανιστικά, εξυπηρετώντας δηλαδή αποκλειστικά τη νέα του χρήση, τον ύπνο. Σχεδιάζεται μια μη συμβατική «μονάδα ύπνου»., όπου παρέχονται μόνο τα απαραίτητα στοιχεία για μια διανυκτέρευση και περιβάλλεται από κουρτίνα, ένα μη αυστηρό όριο, δίνοντας τη δυνατότητα ρύθμισης του βαθμού ιδιωτικότητας αλλά και της θέασης.

Ο σεβασμός προς τη μνήμη του χώρου οδηγεί σε μια επέμβαση με δυνατότητα αναστρεψιμότητας, που δεν επηρεάζει την υπάρχουσα κατάσταση. Έτσι, προστίθεται εσωτερικά, γύρω από τον παλιό εξοπλισμό και χωρίς να έρχεται σε επαφή με το κέλυφος, ένας μεταλλικός σκελετός που φέρει δύο επίπεδα, πάνω στα οποία τοποθετούνται οι «μονάδες ύπνου».

Το ίδιο είδος κατοίκησης υιοθετείται και στο νέο κτίριο διαμονής το οποίο λειτουργεί στοχευμένα ως «μηχανή παρατήρησης» του πρώτου, αναγνωρίζοντάς το ως πρωταγωνιστικό στοιχείο του οικοπέδου.

Στόχος είναι η ένταξη των διαμένοντων σε μια λογική συνύπαρξης, με περιορισμένες παροχές που στόχο έχει να προσφέρει μια διαφορετική εμπειρία διαβίωσης, είτε μέσα σε ένα βιομηχανικό χώρο, είτε σε απόσταση αναπνοής από αυτόν.

Το συγκρότημα συμπληρώνεται με προγράμματα πιο δημόσιου χαρακτήρα, στοχεύοντας στην επανένταξή του στον αστικό ιστό, καθώς ένα αδιαμφισβήτητα, ιδιαίτερο και καθοριστικό στοιχείο της βιομηχανικής μας κληρονομιάς, οφείλει να αποτελεί ενεργό κομμάτι της πόλης, επαναφέροντας μνήμες, και τονίζοντας από μια άλλη οπτική, την ιστορία του η οποία συνεχίζει να εκτυλίσσεται.